- πτώμα
- το / πτῶμα, ΝΜΑτο ανθρώπινο σώμα μετά την επέλευση τού θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ.γ. «Ἑλένης πτῶμ', ἰδὼν ἐν αἵματι» Ευρ.)νεοελλ.μτφ. άνθρωπος εξαντλημένος σωματικά, κουρασμένος ή εξουθενωμένος ηθικά (α. «έγινα πτώμα με αυτήν την αρρώστια»)μσν.-αρχ.1. η πτώση, το πέσιμο («πίπτουσι βροτῶν οἱ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά», Σοφ.)2. ηθική κατάπτωση («ὦ τοῡ μεγίστου πτώματος, ὦ τῆς ἀπανθρωπίας», Πρόδρ.)αρχ.1. (σε οικοδόμημα) το πεσμένο, γκρεμισμένο μέρος2. ρήγμα σε τοίχο3. οτιδήποτε πεσμένο κάτω («πτώματα ἐλαιῶν»)4. μέτρηση οφειλομένων, καταβολή χρέους5. εξοφλητικό, απόδειξη καταβολής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτω- τού πίπτω (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν τής δισύλλαβης ρίζας πετᾱ, βλ. λ. πίπτω, πέτομαι) + κατάλ. -μα].
Dictionary of Greek. 2013.